διαφημίσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διαφημίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφημίζω
- θα διαφημίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφημίζω