διαφοροποιήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαφοροποιήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαφοροποιώ
- θα διαφοροποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαφοροποιώ