διαχύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διαχύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαχέω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχέω
  3. θα διαχύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχέω