διαχύσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διαχύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διαχέω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχέω
- θα διαχύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχέω