διηθήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διηθήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διηθώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διηθώ
  3. θα διηθήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διηθώ