διηθώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διηθῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διηθώ < αρχαία ελληνική διηθέω / διηθῶ < διά + ἠθέω (*ἤθω) «κοσκινίζω» < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₁i- «κοσκινίζω»

Ρήμα[επεξεργασία]

διηθώ (παθητική φωνή: διηθούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]