διοικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
διοικίζω
- διαιρώ, διαχωρίζω συνοικισμούς και χωριά
- διασκορπίζω κατοίκους από έναν ενιαίο χώρο-πόλη σε διάφορα σημεία
- διώχνω, χωρίζω ανθρώπους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διοίκισις (μετακίνηση)
- διοικισμός (το να ζει κάποιος χωριστά)