δορπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δορπία < δόρπιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δορπία θηλυκό
- η πρώτη ημέρα της γιορτής των Απατουρίων που είχε σαν χαρακτηριστικό το να παίρνουν το δείπνο τους οι πολίτες στο Φρατρείο ή σε σπίτια πλουσίων