δρέψει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δρέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δρέπω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δρέπω
- θα δρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δρέπω