δυστυχήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

δυστυχήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυστυχώ
  2. θα δυστυχήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυστυχώ