δωρίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δωρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δωρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δωρίζω
- θα δωρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δωρίζω