δόρυ ὀρεκτόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
δόρυ ὀρεκτόν ουδέτερο
- (οπλισμός) το δόρυ με το οποίο πλήττεται στόχος από μικρή απόσταση