δόρυ ὀρεκτόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δόρυ ὀρεκτόν → δείτε τις λέξεις ὀρεκτόν και δόρυ

Έκφραση

[επεξεργασία]

δόρυ ὀρεκτόν ουδέτερο

  • (οπλισμός) το δόρυ με το οποίο πλήττεται στόχος από μικρή απόσταση

Αντώνυμα

[επεξεργασία]