εγγίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εγγίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εγγίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγγίζω
- θα εγγίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγγίζω