εισέλθουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εισέλθουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισέρχομαι
- θα εισέλθουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισέρχομαι