εκβράζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εκβράζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκβράζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβράζομαι | εκβραζόμουν(α) | θα εκβράζομαι | να εκβράζομαι | ||
β' ενικ. | εκβράζεσαι | εκβραζόσουν(α) | θα εκβράζεσαι | να εκβράζεσαι | (εκβράζου) | |
γ' ενικ. | εκβράζεται | εκβραζόταν(ε) | θα εκβράζεται | να εκβράζεται | ||
α' πληθ. | εκβραζόμαστε | εκβραζόμαστε εκβραζόμασταν |
θα εκβραζόμαστε | να εκβραζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκβράζεστε | εκβραζόσαστε εκβραζόσασταν |
θα εκβράζεστε | να εκβράζεστε | (εκβράζεστε) | |
γ' πληθ. | εκβράζονται | εκβράζονταν εκβραζόντουσαν |
θα εκβράζονται | να εκβράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβράστηκα | θα εκβραστώ | να εκβραστώ | εκβραστεί | ||
β' ενικ. | εκβράστηκες | θα εκβραστείς | να εκβραστείς | εκβράσου | ||
γ' ενικ. | εκβράστηκε | θα εκβραστεί | να εκβραστεί | |||
α' πληθ. | εκβραστήκαμε | θα εκβραστούμε | να εκβραστούμε | |||
β' πληθ. | εκβραστήκατε | θα εκβραστείτε | να εκβραστείτε | εκβραστείτε | ||
γ' πληθ. | εκβράστηκαν εκβραστήκαν(ε) |
θα εκβραστούν(ε) | να εκβραστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκβραστεί | είχα εκβραστεί | θα έχω εκβραστεί | να έχω εκβραστεί | εκβρασμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκβραστεί | είχες εκβραστεί | θα έχεις εκβραστεί | να έχεις εκβραστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκβραστεί | είχε εκβραστεί | θα έχει εκβραστεί | να έχει εκβραστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβραστεί | είχαμε εκβραστεί | θα έχουμε εκβραστεί | να έχουμε εκβραστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκβραστεί | είχατε εκβραστεί | θα έχετε εκβραστεί | να έχετε εκβραστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκβραστεί | είχαν εκβραστεί | θα έχουν εκβραστεί | να έχουν εκβραστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκβράζομαι
|