εκδώσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκδώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκδίδω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκδίδω
- θα εκδώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκδίδω