εκθειαστικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκθειαστικώς < εκθειαστικός + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
εκθειαστικώς
- με εκθειαστικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκθειαστικώς
|