εκκολάψω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκκολάψω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκκολάπτω
- θα εκκολάψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκκολάπτω