εκλάβετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκλάβετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλαμβάνω
- θα εκλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλαμβάνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εκλαμβάνω