εκλογικεύομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]εκλογικεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκλογικεύω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκλογικεύομαι | εκλογικευόμουν(α) | θα εκλογικεύομαι | να εκλογικεύομαι | ||
β' ενικ. | εκλογικεύεσαι | εκλογικευόσουν(α) | θα εκλογικεύεσαι | να εκλογικεύεσαι | (εκλογικεύου) | |
γ' ενικ. | εκλογικεύεται | εκλογικευόταν(ε) | θα εκλογικεύεται | να εκλογικεύεται | ||
α' πληθ. | εκλογικευόμαστε | εκλογικευόμαστε εκλογικευόμασταν |
θα εκλογικευόμαστε | να εκλογικευόμαστε | ||
β' πληθ. | εκλογικεύεστε | εκλογικευόσαστε εκλογικευόσασταν |
θα εκλογικεύεστε | να εκλογικεύεστε | (εκλογικεύεστε) | |
γ' πληθ. | εκλογικεύονται | εκλογικεύονταν εκλογικευόντουσαν |
θα εκλογικεύονται | να εκλογικεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκλογικεύτηκα | θα εκλογικευτώ | να εκλογικευτώ | εκλογικευτεί | ||
β' ενικ. | εκλογικεύτηκες | θα εκλογικευτείς | να εκλογικευτείς | εκλογικεύσου | ||
γ' ενικ. | εκλογικεύτηκε | θα εκλογικευτεί | να εκλογικευτεί | |||
α' πληθ. | εκλογικευτήκαμε | θα εκλογικευτούμε | να εκλογικευτούμε | |||
β' πληθ. | εκλογικευτήκατε | θα εκλογικευτείτε | να εκλογικευτείτε | εκλογικευτείτε | ||
γ' πληθ. | εκλογικεύτηκαν εκλογικευτήκαν(ε) |
θα εκλογικευτούν(ε) | να εκλογικευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκλογικευτεί | είχα εκλογικευτεί | θα έχω εκλογικευτεί | να έχω εκλογικευτεί | εκλογικευμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκλογικευτεί | είχες εκλογικευτεί | θα έχεις εκλογικευτεί | να έχεις εκλογικευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκλογικευτεί | είχε εκλογικευτεί | θα έχει εκλογικευτεί | να έχει εκλογικευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκλογικευτεί | είχαμε εκλογικευτεί | θα έχουμε εκλογικευτεί | να έχουμε εκλογικευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκλογικευτεί | είχατε εκλογικευτεί | θα έχετε εκλογικευτεί | να έχετε εκλογικευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκλογικευτεί | είχαν εκλογικευτεί | θα έχουν εκλογικευτεί | να έχουν εκλογικευτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλογικεύομαι
|