εκναυλώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκναυλώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκναυλώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκναυλώνω
  3. θα εκναυλώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκναυλώνω