εκπλεύσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εκπλεύσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπλέω
- θα εκπλεύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπλέω