εκπλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εκπλέω
- (ναυτικός όρος) εξέρχομαι πλέοντας (με πλοίο ή σκάφος), από λιμάνι, όρμο, διώρυγα κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) αποπλέω
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπλέω
|