εκχειλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εκχυλίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκχειλίζω < εκ- + χείλος + -ίζω

εκχειλίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]