εκχειλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εκχειλίζω
- (λόγιο) άλλη μορφή του ξεχειλίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εκχείλιση
- υπερεκχείλιση
- → δείτε τη λέξη χείλος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχειλίζω | εκχείλιζα | θα εκχειλίζω | να εκχειλίζω | εκχειλίζοντας | |
β' ενικ. | εκχειλίζεις | εκχείλιζες | θα εκχειλίζεις | να εκχειλίζεις | εκχείλιζε | |
γ' ενικ. | εκχειλίζει | εκχείλιζε | θα εκχειλίζει | να εκχειλίζει | ||
α' πληθ. | εκχειλίζουμε | εκχειλίζαμε | θα εκχειλίζουμε | να εκχειλίζουμε | ||
β' πληθ. | εκχειλίζετε | εκχειλίζατε | θα εκχειλίζετε | να εκχειλίζετε | εκχειλίζετε | |
γ' πληθ. | εκχειλίζουν(ε) | εκχείλιζαν εκχειλίζαν(ε) |
θα εκχειλίζουν(ε) | να εκχειλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχείλισα | θα εκχειλίσω | να εκχειλίσω | εκχειλίσει | ||
β' ενικ. | εκχείλισες | θα εκχειλίσεις | να εκχειλίσεις | εκχείλισε | ||
γ' ενικ. | εκχείλισε | θα εκχειλίσει | να εκχειλίσει | |||
α' πληθ. | εκχειλίσαμε | θα εκχειλίσουμε | να εκχειλίσουμε | |||
β' πληθ. | εκχειλίσατε | θα εκχειλίσετε | να εκχειλίσετε | εκχειλίστε | ||
γ' πληθ. | εκχείλισαν εκχειλίσαν(ε) |
θα εκχειλίσουν(ε) | να εκχειλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκχειλίσει | είχα εκχειλίσει | θα έχω εκχειλίσει | να έχω εκχειλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκχειλίσει | είχες εκχειλίσει | θα έχεις εκχειλίσει | να έχεις εκχειλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκχειλίσει | είχε εκχειλίσει | θα έχει εκχειλίσει | να έχει εκχειλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχειλίσει | είχαμε εκχειλίσει | θα έχουμε εκχειλίσει | να έχουμε εκχειλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκχειλίσει | είχατε εκχειλίσει | θα έχετε εκχειλίσει | να έχετε εκχειλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχειλίσει | είχαν εκχειλίσει | θα έχουν εκχειλίσει | να έχουν εκχειλίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκχειλίζω
|