ελαττωθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ελαττωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαττώνομαι
  2. θα ελαττωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαττώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ελαττώνομαι