ελαφρώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ελαφρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ελαφρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαφρώνω
  3. θα ελαφρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαφρώνω