ελεύθερη ζώνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ελεύθερη ζώνη θηλυκό
- ο χώρος που είναι περιφραγμένος και φυλασσόμενος, εντός λιμένων, που διατίθεται ειδικά για τα εμπορεύματα από το εσωτερικό με προορισμό το εξωτερικό