εμπορευματοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμπορευματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εμπορευματοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

εμπορευματοποιούμαι

  • με μετατρέπουν σε εμπόρευμα ενω είμαι αγαθό, ή πάντως ενώ δεν είμαι αντικείμενο προς εκμετάλλευση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]