ενδοϋπηρεσιακώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοϋπηρεσιακώς < ενδοϋπηρεσιακός + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

ενδοϋπηρεσιακώς

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]