ενστίκτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενστίκτως < ένστικτ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

ενστίκτως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]