εντατικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εντατικώς < εντατικός + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εντατικώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]