ενόψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπόψη, υπόψιν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενόψει < ἐν + ὄψει

Επίρρημα[επεξεργασία]

ενόψει

  1. μπροστά, ενώπιον
  2. μόλις εμφανιστεί, αμέσως
    Όταν ένα γραμμάτιο πληρωτέο ενόψει οπισθογραφηθεί, πρέπει να πληρωθεί ο κάτοχός του εντός ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
  3. τις ίδιες σημασίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη όψη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]