εξαπλασιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξαπλασιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξαπλασιάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαπλασιάζω
- θα εξαπλασιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαπλασιάζω