εξαπλασιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαπλασιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
εξαπλασιάζω
- καθιστώ μια ποσότητα έξι φορές μεγαλύτερη
- πολλαπλασιάζω έναν αριθμό επί έξι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαπλασιάζω
|