εξατομικεύσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξατομικεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξατομικεύω
- θα εξατομικεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξατομικεύω