εξομολογήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εξομολογήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εξομολογώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομολογώ
  3. θα εξομολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομολογώ