εξυπηρετηθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξυπηρετηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξυπηρετούμαι
- θα εξυπηρετηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξυπηρετούμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξυπηρετούμαι