εξωραΐσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξωραΐσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξωραΐζω
- θα εξωραΐσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξωραΐζω