επανάπλους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανάπλους < επαναπλέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επανάπλους αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) διακοπή πλου προορισμού και επιστροφή στο σημείο αναχώρησης (λιμάνι, όρμος, κ.λπ.)
    μετά από ανώνυμη τηλεφωνική καταγγελία για ύπαρξη βόμβας διατάχθηκε ο επανάπλους του πλοίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]