επαναπατρισμέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επαναπατρισμέ
- επαναπατρισμός, στην κλητική του ενικού