επαναπατριστείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επαναπατριστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναπατρίζομαι
- θα επαναπατριστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναπατρίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος επαναπατρίζομαι