επανεγγράφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανεγγράφω < επαν- + εγγράφω

Ρήμα[επεξεργασία]

  • γράφω κάτι νέο σε κασέτα, βιντεοταινία ή επανεγγράψιμο οπτικό δίσκο πάνω από παλιά εγγραφή
  • γράφω σε ξεπλυμένη περγαμηνή που εμπεριείχε κείμενο, συχνά σε διαφορετική γωνία
  • ξαναγράφω