επενδυτικές χρηματοροές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επενδυτικές χρηματοροές < → δείτε τις λέξεις επενδυτικός και χρηματοροή

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

επενδυτικές χρηματοροές θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)

  • (λογιστική) οι χρηματοροές που προέρχονται από μακροπρόθεσμες επενδύσεις, όπως από αγορά ή εκποίηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, αγορά ή πώληση μετοχών ή ομολογιών, κλπ.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]