χρηματοδοτικές χρηματοροές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρηματοδοτικές χρηματοροές < → δείτε τις λέξεις χρηματοδοτικός και χρηματοροή
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
χρηματοδοτικές χρηματοροές θηλυκό (συνήθως στον πληθυντικό)
- (λογιστική) οι χρηματοροές που σχετίζονται με τα δάνεια και των ιδία κεφάλαια μιας οικονομικής μονάδας, όπως η λήψη και η αποπληρωμή δανείων, η παροχή κεφαλαίων από τους μετόχους και η πληρωμή μερισμάτων σε αυτούς, κλπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηματοδοτικές χρηματοροές