οικονομική μονάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικονομική μονάδα < → δείτε τις λέξεις οικονομικός και μονάδα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική economic unit
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]οικονομική μονάδα
- (οικονομία) οτιδήποτε συμμετέχει στην παραγωγή και κατανάλωση, όπως μια οικογένεια, ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικό ή δημόσιο (επιχείρηση, οργανισμός, κλπ.)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (οικονομική) οντότητα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικονομική μονάδα