μέρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέρισμα < ελληνιστική κοινή μέρισμα < αρχαία ελληνική μερίζω < μέρος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dividende[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέρισμα ουδέτερο
- (οικονομία) το μερίδιο από τα διανεμόμενα καθαρά κέρδη μιας εταιρείας που αναλογεί σε μία μετοχή
- ↪Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εθνικής Τράπεζας ενέκρινε τον ισολογισμό του 2006 που προβλέπει διανομή μερίσματος 1€ ανά μετοχή.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μερισματαπόδειξη
- μερισματαπόδοση
- μερισματικός
- μερισματόγραφο
- μερισματούχος
- προμέρισμα
- → δείτε τη λέξη μέρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ μέρισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)