dividende

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dividende dividendes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dividende (fr) αρσενικό

  1. (οικονομία) το μέρισμα
  2. (μαθηματικά) ο διαιρετέος
    → δείτε τις λέξεις division, diviseur, quotient και reste

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη diviser