dividende
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dividende | dividendes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dividende (fr) αρσενικό
- (οικονομία) το μέρισμα
- (μαθηματικά) ο διαιρετέος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη diviser