quotient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkwəʊʃənt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈkwoʊʃənt/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quotient (en)



      ενικός         πληθυντικός  
quotient quotients

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

quotient (fr) αρσενικό