επιπλεύσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επιπλεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιπλέω
- θα επιπλεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιπλέω