επισμαλτωμένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

το επισμαλτωμένο (el) ουδέτερο
βλ. επισμαλτωμένος, εμαγιέ