εμαγιέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμαγιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική émaillé

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.maˈʝe/

Επίθετο[επεξεργασία]

εμαγιέ άκλιτο

  • (για σκεύη, κυρίως μαγειρικά) που έχει επαλειφθεί με υαλώδες επίχρισμα για προστασία από διάβρωση και υψηλές θερμοκρασίες
    • επισμαλτωμένο με διάφανο φιλμ που προστατεύει την βαφή από κάτω (δεν ισχύει πάντοτε αυτό αλλά συνήθως)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]